- κατατετριμμένων
- κατατετρῑμμένων , κατατρίβωrub downperf part mp fem gen plκατατετρῑμμένων , κατατρίβωrub downperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκευάριον — τὸ, Α 1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευάρια μικρά σκεύη ή αγγεία 2. αντικείμενο που χρησιμοποιείται σε παιχνίδι για τα κέρδη τών παικτών («συνέτριβον τὰ σκευάρια καὶ διέρριπτον εἰς τὴν ὀδόν», Αισχίν.) 3. μικρό ένδυμα («οἷον σκευαρίων… … Dictionary of Greek